-
1 ανατηκω
1) плавить, расплавлять, растоплять, pass. плавиться, таять(πλῆθος τῶν ἀνατηκομένων χιόνων Polyb.; χαλκὸς ἀνατήκεται Plut.)
2) размягчать, изнеживать, делать дряблым(τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)
1 ανατηκω
(πλῆθος τῶν ἀνατηκομένων χιόνων Polyb.; χαλκὸς ἀνατήκεται Plut.)
(τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)